- παρακουσία
- ηιατρ. αλλοίωση τής ακοής που εκδηλώνεται με εσφαλμένη αντίληψη τής χροιάς και τής έντασης τού ήχου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracusia < παρ(α)-* + ακούω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράκουση — ή, ΝΜΑ [παρακούω] η παρακουσία μσν. λαθεμένο άκουσμα, παράκουσμα … Dictionary of Greek